κορεννύω

κορεννύω
(ΑM κορεννύω, Α και κορέννυμι και κορέω και κορέσκω [στη νεοελλ. συν. στον μέλλ., αόρ. και παρακμ.])
1. γεμίζω κάτι όσο το δυνατό περισσότερο, υπερπληρώ «κορέσαι στόμα... ἐμᾱς σαρκός», Σοφ.)
2. προκαλώ σε κάποιον το αίσθημα τού χορτασμού ή χορταίνω ο ίδιος (α. «κορέεις κύνας ἠδ' οἰωνοὺς δημῷ καὶ σάρκεσσι», Ομ. Ιλ. β. «ἐκορέσσατο φορβῆς», Ομ. Ιλ.
γ. «κριθαῑσι κορεσθείς», Θέογν.)
3. ικανοποιώ πλήρως, καταπαύω, κατασιγάζω (α. «κόρεσε την πείνα του» β. «κορέστηκε το πάθος του» γ. «μολπῇ θυμὸν κορέσωμεν», Απολλ. Ρόδ. δ. «ὥσπερ λέοντα φόνου κεκορεσμένον», Πλούτ.)
νεοελλ.
φρ. φυσ.-χημ. α) «(κε)κορεσμένο διάλυμα» — διάλυμα τού οποίου η πυκνότητα είναι μέγιστη για τη δεδομένη πίεση και θερμοκρασία στην οποία βρίσκεται και ικανή να εμποδίσει την παραπέρα συνέχιση τής διεργασίας διάλυσης
β) «(κε)κορεσμένοι ατμοί» — ατμοί τών οποίων η πυκνότητα στη δεδομένη πίεση και θερμοκρασία είναι μέγιστη και ικανή να εμποδίσει την παραπέρα ατμοποίηση τού σώματος από το οποίο προέρχονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικός τ. είναι ο ένσιγμος αόρ. κορέ-σ-αι, από τον οποίο προέκυψε υποχωρητικά ο ενεστώς κορέννυμι, που είναι αρκετά μεταγενέστερος. Ο τ. κορέ-σ-αι ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *kor(ә)- τής ΙΕ ρίζας *ker(ә)- «μεγαλώνω κάτι, αυξάνω» και συνδέεται με το λιθουαν. šer-ti «εκτρέφω ζώα», τα αρμ. ser «καταγωγή, φυλή» και serem «γεννώ», καθώς και το λατ. Ceres, όν. τής θεάς τής βλαστήσεως που ταυτίστηκε με τη Δήμητρα. Στην ίδια ρίζα ανάγονται και τα λατ. creo «δημιουργώ» και cresco «αυξάνω», που εμφανίζουν τη μηδενισμένη βαθμίδα της. Εκτεταμένη / ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας εμφανίζει ίσως το κώρα «ύβρις» (βλ. λ. κορέω [ΙΙΙ]). Από το θ. κορ(ε)- τού αορ. κορέ-σ-αι προέκυψε υποχωρητικά το κόρος (Ι) «υπερπλήρωση», ενώ το όν. τού ιωνικού φύλου Αἰγι-κορ-εῖς πιθ. να εμφανίζει το ίδιο θ. ως β' συνθετικό: «αυτοί που τρέφουν κατσίκες».
ΠΑΡ. κορεατικός, κόρος (Ι)
αρχ.
κορεστός
νεοελλ.
κορεσμός.
ΣΥΝΘ. αρχ. αποκορέννυμι, υπερκορέννυμι
νεοελλ.
(μτχ.) υπερ(κε)κορεσμένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κορεννύω — κορέννυμι satiate pres subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδην — ἅδην και ἄδην επίρρ. (Α) 1. μέχρι κορεσμού, μέχρι αηδίας 2. ασταμάτητα, ατελείωτα 3. ἅλις* 4. φρ. «ἅδην έχω τινός», είμαι χορτασμένος, «μπουχτισμένος» από κάτι, τό έχω βαρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἅδην ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sᾱ / sə «κόρος, κορεννύω,… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • άω — (I) ἄω (Α) άημι*, φυσώ. (II) ἄω (Α) ιαύω*, κοιμάμαι. (III) ἄω (III) (Α) ἀάω*, βλάπτω. (IV) ἄω (Α) 1. χορταίνω κάποιον 2. (αμτβ.) χορταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ρήμα που απαντά σε μεμονωμένους τύπους, οι οποίοι ανάγονται σε ινδοευρ, ρίζα… …   Dictionary of Greek

  • κορέννυμι — (Α) βλ. κορεννύω …   Dictionary of Greek

  • κορέσκω — (Α) βλ. κορεννύω …   Dictionary of Greek

  • κορέω — (I) κορέω (Α) βλ. κορεννύω. (II) κορέω (Α) 1. σαρώνω, σκουπίζω, καθαρίζω («τὴν αὐλὴν κόρει», Συρ.) 2. ερημώνω, σαρώνω έναν τόπο, εξολοθρεύω τους κατοίκους («κατάθου τὸ κόρημα μὴ κκόρει τὴν Ἑλλάδα» άφησε κάτω τη σκούπα μη σαρώνεις την Ελλάδα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”